- κελαινεφής
- κελαινεφής, -ές (Α)1. αυτός που έχει μαύρα σύννεφα2. (ως επίθ. τού Διός) ο τυλιγμένος σε μαύρα σύννεφα, ο σκεπασμένος με σύννεφα3. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, ο σκοτεινός («ῥέε δ' αἷμα κελαινεφές», Ομ. Οδ.)4. (για έδαφος) γόνιμος, εύφορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *κελαινο-νεφής (με απλολογία ή συλλαβική ανομοίωση) < κελαινός + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής, πυκνο-νεφής. Κατ' άλλη άποψη, το α σύνθ. συνδέεται με το κέλομαι «διατάζω», οπότε η σημ. τής λ. θα ήταν «αυτός που διατάζει τα σύννεφα»].
Dictionary of Greek. 2013.